Ένα επεισόδιο καρδιαγγειακής νόσου είναι αρκετό για να θέσει τον ασθενή σε κατάσταση αυξημένου κινδύνου για ταχύτερη υποβάθμιση της γνωστικής του ικανότητας, υποστηρίζει νέα έρευνα
Οι ενήλικες που πάσχουν από στεφανιαία νόσο διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για ταχύτερη γνωστική φθορά μακροπρόθεσμα, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of the American College of Cardiology.
Η μελέτη, μία από τις μεγαλύτερες διαχρονικές μελέτες που ερευνούν την εξέλιξη της γνωστικής φθοράς πριν και μετά τη διάγνωση στεφανιαίας-καρδιαγγειακής νόσου, περιελάμβανε δεδομένα από συνολικά 7.888 ανθρώπους 50 ετών και άνω που δεν είχαν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο και συμμετείχαν στην Αγγλική Διαχρονική Μελέτη της Γήρανσης (ELSA). Οι ερευνητές εξαίρεσαν τα άτομα που είχαν ιστορικό εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιακής προσβολής ή/και στηθάγχης, είχαν επιβεβαιωμένη διάγνωση άνοιας ή/και νόσου Αλτσχάιμερ, ή είχαν κάποιο περιστατικό εγκεφαλικού επεισοδίου το διάστημα παρακολούθησης μετά τη μελέτη.
Για να αξιολογηθεί η γνωστική ικανότητα των συμμετεχόντων κατά τη 12ετή περίοδο παρακολούθησης, χρησιμοποιήθηκαν τρία γνωστικά τεστ. Στο πρώτο, η λεκτική μνήμη αξιολογήθηκε ελέγχοντας το πόσο άμεσα ή καθυστερημένα μπορεί ο υποψήφιος να ανασύρει στη μνήμη του 10 άσχετες μεταξύ τους λέξεις. Στο δεύτερο, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να ονοματίσουν όσα περισσότερα διαφορετικά ζώα μπορούσαν μέσα σε ένα λεπτό για να ελεγχθεί η σημασιολογική ευχέρεια. Στο τρίτο και τελευταίο τεστ, ο χρονικός προσανατολισμός αξιολογήθηκε μέσω τεσσάρων ερωτήσεων σχετικά με την τρέχουσα ημερομηνία (ημέρα, μήνα, χρονιά και ημέρα της εβδομάδας).
Κατά τη διάρκεια της περιόδου της μελέτης, το 5,6% των συμμετεχόντων βίωσαν καρδιακή προσβολή ή στηθάγχη, ενώ όσοι έπασχαν από στεφανιαία νόσο παρουσίασαν ταχύτερο ρυθμό γνωστικής φθοράς και στα τρία τεστ. Οι ασθενείς που είχαν διαγνωσθεί με στηθάγχη παρουσίασαν έντονη υποβάθμιση του χρονικού προσανατολισμού, ενώ εκείνοι με καρδιακή προσβολή στη λεκτική μνήμη και τη σημασιολογική ευχέρεια και συνολικά μεγαλύτερη γνωστική φθορά. Η μελέτη, πάντως, δε βρήκε καμία σύνδεση μεταξύ της γνωστικής φθοράς και της προδιάγνωσης της στεφανιαίας νόσου, αλλά ούτε και βραχυπρόθεσμη γνωστική φθορά μετά το περιστατικό στεφανιαίας νόσου.
“Ακόμα και οι μικρές διαφορές στη γνωστική λειτουργία μπορεί να συντελέσουν σε αυξημένο κίνδυνο άνοιας μακροπρόθεσμα. Καθώς δεν υπάρχει καμία τρέχουσα θεραπεία για την άνοια, η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση είναι καθοριστικά στοιχεία για την καθυστέρηση της εξέλιξής της. Γι’αυτό και οι πάσχοντες από καρδιακή προσβολή και στηθάγχη πρέπει να ελέγχονται τακτικά μετά από μια τέτοια διάγνωση», σχολιάζει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και ερευνητικός συνεργάτης της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Κολεγίου Imperial του Λονδίνου, Wuxiang Xie.
Οι ερευνητές αναφέρουν ότι η στεφανιαία νόσος μπορεί να συμβάλει άμεση στη γνωστική φθορά λόγω της έλλειψης οξυγόνου στον εγκέφαλο. Επιπλέον, σε συνοδευτικό της μελέτης σχόλιο, η Suvi P. Rovio από το Ερευνητικό Κέντρο Εφαρμοσμένης και Προληπτικής Καρδιαγγειακής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Turku στη Φινλανδία τόνισε ότι βάσει των παραπάνω ευρημάτων που συσχετίζουν την καρδιαγγειακή με την εγκεφαλική υγεία, η ύπαρξη παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου σε νεαρή ηλικία μπορεί να επιφέρει φθορά τόσο στα αγγεία όσο και στους νευρικούς ιστούς του εγκεφάλου.
“Η μελέτη αυτή παρέχει αποδείξεις για το ρόλο της στεφανιαίας νόσου ως πιθανού παράγοντα εξέλιξης της πορείας της γνωστικής φθοράς σε μεγαλύτερη ηλικία. Παρόλο που η πρωταρχική και πρωτογενής πρόληψη είναι η βέλτιστη κίνηση για την αναβολή της κλινικής γνωστικής φθοράς, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τους πληθυσμούς που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο, ώστε να τους παράσχουμε στοχευμένη δευτερογενή και τριτογενή πρόληψη», σημείωσε χαρακτηριστικά η Δρ. Rovio.
Να σημειώσουμε, πάντως, ότι η μελέτη αυτή είχε αρκετούς περιορισμούς, καθώς βασίστηκε σε στοιχεία που ανέφεραν οι ίδιοι οι ασθενείς με στεφανιαία νόσο μετά την ιατρική διάγνωση, ενώ υπήρξε και έλλειψη ακριβούς πληροφόρησης σχετικά με τη διάγνωση της ασθένειας, την ένταση των συμπτωμάτων και την επιθετικότητα της θεραπείας και της φαρμακευτικής αγωγής. Ένας ακόμη περιορισμός ήταν ότι η γνωστική λειτουργία αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας μεμονωμένες δοκιμασίες και όχι συνδυαστικά. Όπως γίνεται αντιληπτό, απαιτούνται ακόμα περισσότερες έρευνες προκειμένου να προσδιορισθεί ο ακριβής σύνδεσμος μεταξύ ενός περιστατικού στεφανιαίας νόσου και της γνωστικής φθοράς, μέσω λεπτομερούς και περιεκτικής αξιολόγησης.