Οι επίσημες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τη σωματική άσκηση στον ενήλικο πληθυσμό αναφέρουν πως χρειάζονται 150 λεπτά αεροβικής άσκησης την εβδομάδα σε συνδυασμό με δύο ημέρες ασκήσεων μυϊκής ενδυνάμωσης για να εξασφαλίσουμε καλή υγεία.
Αν και η αεροβική άσκηση έχει μελετηθεί εκτενώς από τους επιστήμονες και τα οφέλη της είναι αποδεδειγμένα, η μυϊκή ενδυνάμωση φαίνεται να είναι πιο “παραμελημένη» και η αξία της να αναγνωρίζεται κυρίως ως προς τη θετική της επίδραση στην κινητικότητα με την πάροδο των ετών.
Μια νέα μελέτη, η πρώτη του είδους της, έρχεται ωστόσο να υπογραμμίσει ότι οι ασκήσεις ενδυνάμωσης είναι τελικά πιο σημαντικές απ’ ό,τι πιστεύαμε, αφού χαρίζουν και επιπλέον χρόνια ζωής.
Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ, με επικεφαλής τον καθηγητή Εμμανουήλ Σταματάκη, εξέτασαν τη συμβολή διαφόρων μορφών άσκησης στο προσδόκιμο ζωής περίπου 80.000 ενηλίκων και διαπίστωσαν ότι όσοι έκαναν τακτικά ασκήσεις ενδυνάμωσης είχαν 23% λιγότερες πιθανότητες να χάσουν πρόωρα τη ζωή τους από οποιαδήποτε αιτία και 31% λιγότερες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους συγκεκριμένα από καρκίνο.
“Η μελέτη μας δείχνει ότι η σωματική άσκηση που ευνοεί τη μυϊκή δύναμη μπορεί να αποδειχτεί εξίσου σημαντική για την υγεία όσο η αεροβική άσκηση, όπως το τρέξιμο και η ποδηλασία» αναφέρει ο κ. Σταματάκης. “Το μήνυμά μας μέχρι σήμερα προς τον κόσμο ήταν απλώς να κινείται περισσότερο, όμως η μελέτη αποτελεί αφορμή να ξανασκεφτούμε, όταν κρίνεται απαραίτητο, ποιες μορφές γυμναστικής προτείνουμε για καλή υγεία και ευεξία μακροπρόθεσμα» συμπληρώνει ο καθηγητής.
Να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της μελέτης οι ασκήσεις ενδυνάμωσης στις οποίες αξιοποιείται το σωματικό βάρος (π.χ. κοιλιακοί) φάνηκε να είναι εξίσου αποτελεσματικές με τις ασκήσεις που γίνονται με τη βοήθεια εξοπλισμού (π.χ. βαράκια). “Είναι σημαντικό που μπορεί ο καθένας να κάνει κλασικές ασκήσεις όπως οι βυθίσεις τρικεφάλων, οι κοιλιακοί, τα πους απς και οι προβολές στο σπίτι του ή στο πάρκο της γειτονιάς του και να αποκομίσει αντίστοιχα οφέλη» αναφέρει ο κ. Σταματάκης.
Η νέα μελέτη δημοσιεύεται αναλυτικά στην επιθεώρηση American Journal of Epidemiology.
Via: Πηγή