Μπορεί μια εφαρμογή κινητού τηλεφώνου να μας “πείσει» να γυμναζόμαστε περισσότερο;
Στη βελτίωση της φυσικής κατάστασης των γυναικών φαίνεται να συμβάλλει η χρήση μιας εφαρμογής σε συνδυασμό με προσωπική συμβουλευτική. Αυτό έδειξε έρευνα με επικεφαλής τον Δρ. Yoshimi Fukuoka του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια που δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε γυναίκες που δεν γυμνάζονταν.
Στην έρευνα συμμετείχαν 210 γυναίκες, ηλικίας 25-65 ετών, όλες χωρίς ενεργή φυσική δραστηριότητα. Οι εθελόντριες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες των 70 ατόμων.
Η πρώτη ήταν η ομάδα ελέγχου στην οποία οι συμμετέχουσες χρησιμοποιούσαν μόνο μία συσκευή καταγραφής της φυσικής δραστηριότητας για τους εννέα μήνες που διήρκεσε η μελέτη χωρίς όμως να έχουν πρόσβαση στην εφαρμογή ή σε προσωπική συμβουλευτική.
Η δεύτερη ομάδα παρακολουθούσε συνεδρίες προσωπικής συμβουλευτικής και χρησιμοποιούσε την εφαρμογή μόνο για τους πρώτους τρεις μήνες, αλλά τη συσκευή εντοπισμού για όλο το διάστημα της μελέτης.
Η τρίτη ομάδα οποία παρακολουθούσε συνεδρίες συμβουλευτικής και χρησιμοποιούσε τη συσκευή εντοπισμού και την εφαρμογή και για τους εννέα μήνες.
Οι ερευνητές μετρούσαν τη σωματική δραστηριότητα των γυναικών κάθε 60 δευτερόλεπτα, καθημερινά, για εννέα μήνες, αντί να στηρίζονται στις αναφορές δραστηριότητας των συμμετεχουσών ή στην διαλείπουσα δραστηριότητα που μετρήθηκε από τη συσκευή εντοπισμού.
Η λειτουργία της εφαρμογής
Η εν λόγω εφαρμογή δημιουργήθηκε αποκλειστικά για τη μελέτη και δεν είναι διαθέσιμη για ευρεία χρήση. Είχε τρεις κύριες λειτουργίες που περιλάμβαναν ένα προ-προγραμματισμένο διαδραστικό καθημερινό μήνυμα ή βίντεο το οποίο ενίσχυε όσα έμαθαν από μία συνεδρία προσωπικής συμβουλευτικής και ένα καθημερινό ημερολόγιο δραστηριότητας για να καταγραφεί η εξέλιξη.
Για να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν την εφαρμογή οι συμμετέχουσες λάμβαναν ένα αυτοματοποιημένο μήνυμα αν η εφαρμογή δεν είχε χρησιμοποιηθεί για τρεις συνεχόμενες μέρες.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων τριών μηνών, ο καταγραφέας δραστηριότητας έδειξε ότι συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου, οι γυναίκες στα έτερα δύο γκρουπ έκαναν περίπου 2.000 περισσότερα βήματα ανά ημέρα. Επίσης είχαν κατά 18 λεπτά ανά ημέρα εντονότερη φυσική δραστηριότητα.
Ωστόσο τους έξι μήνες που ακολούθησαν η δεύτερη και η τρίτη ομάδα είχαν περίπου 1.400 περισσότερα βήματα από την ομάδα ελέγχου. Παράλληλα είχαν οκτώ περισσότερα λεπτά εντονότερης φυσικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι οι γυναίκες ήταν ικανές να διατηρήσουν τη φυσική τους δραστηριότητα σε ένα εντυπωσιακό επίπεδο, κατά πολύ αυξημένο συγκριτικά με το αρχικό τους σημείο.
“Δείξαμε πως αν σχεδιαστεί μία εφαρμογή δραστηριότητας, χρησιμοποιώντας μία προσέγγιση βασισμένη σε στοιχεία, θα είναι πιο αποτελεσματική», δήλωσε ο Δρ. Fukuoka. “Τα ευρήματά μας θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν περισσότερους ανθρώπους να βελτιώσουν τη φυσική τους κατάσταση και ειδικά τις γυναίκες».
Παράλληλα φάνηκε πως η συνέχιση χρήσης της εφαρμογής από την τρίτη ομάδα μετά το πρώτο τρίμηνο δεν προσέθεσε επιπλέον κίνητρο για διατήρηση ή ενίσχυση της φυσικής δραστηριότητας των εθελοντριών συγκριτικά με τη δεύτερη ομάδα, η οποία είχε σταματήσει να την χρησιμοποιεί μετά τους πρώτους τρεις μήνες.
“Η διατήρηση κάθε αλλαγής συμπεριφοράς είναι δύσκολη γενικά και ξεχωριστά, διατηρώντας την αυξημένη φυσική δραστηριότητα η οποία ήταν αποτέλεσμα αυτής της παρέμβασης. Ακόμα είναι ενθαρρυντικό να βλέπουμε πως το 97,6% των γυναικών στη δοκιμή μας διατήρησε μέρος της αυξημένης δραστηριότητας».
Σύμφωνα με τη μελέτη, η παρέμβαση φαίνεται να είναι το ίδιο αποτελεσματική ανεξάρτητα από την ηλικία, τον Δείκτη Μάζας Σώματος, το μορφωτικό επίπεδο, ή το εισόδημα των γυναικών αλλά ενδέχεται τα ευρήματα αυτά να μην είναι εφαρμόσιμα και στους άνδρες.
“Η άσκηση είναι ένας εκ των σημαντικών πυλώνων για την καρδιαγγειακή υγεία και θα έπρεπε να συμπληρωθεί και με άλλες αλλαγές, όπως η επιλογή υγιεινής διατροφής, η διατήρηση του κατάλληλου βάρους, ο έλεγχος του στρες, η επαρκής ποσότητα ύπνου και η διακοπή του καπνίσματος», δήλωσε η Δρ. Josephine Boyington. “Οι άνθρωποι θα έπρεπε να συζητήσουν με τους γιατρούς τους ποιες αλλαγές είναι ιδανικές για τη βελτιστοποίηση της υγείας της καρδιάς τους», καταλήγει.