“Η μαγνητική μαστογραφία, η οποία να τονίσω ότι δεν εκπέμπει ακτινοβολία, αποτελεί σημαντική επιλογή, προκειμένου να υπάρξει σωστή διάγνωση, με σκοπό τον περιορισμό των άσκοπων βιοψιών, αλλά και της πιθανότητας να χαθεί κακόηθες εύρημα που σαφώς εγκυμονεί κινδύνους για τη ζωή», επισημαίνει η Ιατρός Ακτινοδιαγνώστης Μαρία Χριστοδούλου, συνιδρυτής του Διαγνωστικού Κέντρου ‘’Απεικόνιση Αιγαίου” που δραστηριοποιείται στην περιοχή των Δωδεκανήσων, με έδρα τη Ρόδο.
Όταν οι υπόλοιπες απεικονιστικές μέθοδοι έχουν αμφιβολία για την παρουσία ή όχι κακοήθειας, ή όταν η γυναίκα έχει πυκνό μαστό που ενδεχόμενα επηρεάσει την αποτελεσματικότητα του απλού υπερηχογραφικού ή μαστογραφικού ελέγχου, η μαγνητική μαστογραφία μπορεί να βάλει τέλος στην ανασφάλεια και την αγωνία της γυναίκας και του συγγενικού της περιβάλλοντος, αλλά και του ιατρού που θα έχει πλέον στη “φαρέτρα» του τη δυνατότητα αποσαφήνισης της όποιας διαγνωστικής αμφιβολίας του.
Διαγνωστικός έλεγχος
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη εξέταση θα πρέπει να συνεκτιμηθεί με τα αποτελέσματα και του υπόλοιπου διαγνωστικού ελέγχου (μαστογραφία, υπέρηχος, κλινική εξέταση) και συνιστάται σε γυναίκες οιασδήποτε ηλικίας με βεβαρημένο κληρονομικό ή ατομικό ιστορικό, ακόμα και σε νέες γυναίκες, από την ηλικία των 30 ετών, ή μικρότερη, εφόσον έχουν εξαιρετικό πυκνό παρέγχυμα ή γενικά έχουν μεγάλη πιθανότητα να νοσήσουν από καρκίνο του μαστού.
“Παράλληλα», προσθέτει η κυρία Χριστοδούλου, “η μαγνητική τομογραφία μαστών (εκτός της Μαστογραφίας και του υπερήχου ) διενεργείται και σε γυναίκες που σε ηλικία 10 -30 ετών είχαν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία στην περιοχή του μεσοθωρακίου. Συγχρόνως ενδείκνυται και για τις γυναίκες που έχουν προβεί σε προσθετική μαστών με ενθέματα σιλικόνης».
Via: Πηγή