Σε περίμενα.
Μήνες ολόκληρους που κοίταζα τα αστέρια σε περίμενα. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ έλεγα ψιθυριστά ‘κλείσε το φως να κοιμηθούμε’ και αγκάλιαζα σφιχτά το μαξιλάρι σου.
Περίμενα τα χέρια σου και ας υποπτευόμουν πως κλείνουν μέσα τους άλλες αγάπες τώρα πια.
Δεν ήθελα να το δεχτώ. Ίσως από αφέλεια, ίσως από άρνηση, ίσως από αγάπη. Από αυτήν την αθώα, παιδική αγάπη που όλα τα συγχωρεί και όλα τα ξεχνάει όταν έχει κάτι πολύ ανάγκη. Και σε είχα κάποτε πολύ ανάγκη.
Σε αγαπούσα κάποτε τόσο πολύ βλέπεις, που δεν έσβηνα το φως αν δεν ερχόσουν… έκανα για μέρες και για μήνες ολόκληρους κουβάρι την ψυχή μου και την άφηνα μπλεγμένη εκεί, χωρίς να ξέρω τι θέλω, χωρίς να περιμένω τίποτα από κανέναν, χωρίς να ανοίγομαι, χωρίς να εμπιστεύομαι πια.
Είχα μάθει στον εαυτό μου να δένεται σε εσένα, μόνο εκεί να νιώθει ασφάλεια, μόνο εκεί να νιώθει καλά. Αν και ήξερα από την πρώτη στιγμή πως δε θα μου έβγαινε σε καλό.
Πολύ πριν σε γνωρίσω νομίζω, σε περίμενα. Πολύ καιρό αφότου σε γνώρισα, συνέχισα να σε περιμένω.
Όμως δεν ήρθες ποτέ! Όταν σε ήθελα, όταν σε φώναζα, όταν σε ζητούσα… Μέσα μου το ήξερα κατά βάθος πως δε θα έρθεις. Τουλάχιστον όχι όπως σε ήθελα. Όχι όσο είχα ακόμα κάτι ζωντανό μέσα μου για εσένα. Όχι όσο μπορούσα να σε δεχτώ πίσω. Ήξερα ότι ίσως έρθεις κάποια στιγμή, να γιατρέψεις τις πληγές σου, να γεμίσεις τις μπαταρίες σου και να ξαναφύγεις. Ήξερα ότι δε θα έμενες ποτέ. Δεν είχα αυταπάτες, δε στηριζόμουν σε κανένα ουτοπικό όνειρο να σε φέρω κοντά μου. Εσύ είχες αλλάξει και μαζί σου είχες πάρει κάθε κομμάτι που θαύμασα, που ερωτεύτηκα, που με εντυπωσίασε. Κάποτε δεν άντεχες μια μέρα μακριά μου. Μετά πέρναγες μήνες ολόκληρους που προτιμούσες πάντα κάτι άλλο πέρα από εμένα. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι δε θα έρθεις, πολύ καιρό πριν το καταλάβεις εσύ. Όταν βρήκαμε την δύναμη και βάλαμε το τέλος όμως, εγώ πάλι σε περίμενα. Ήθελα να σε δω και δε λογάριαζα τους κανόνες και τα πρέπει.
Θα γύριζα τον κόσμο ανάποδα για να σε κάνω χαρούμενο. Μα είχες άλλη ζωή τότε. Δεν μπορούσες να έρθεις; Δεν ήθελες; Δε θα καταλάβω ποτέ.
Ήρθες όμως για λίγο. Όταν δεν μπορούσα, όταν δεν ήθελα πια, όταν δεν σε είχα άλλο ανάγκη. Όταν είχα μάθει να κλείνω μόνη μου πια το φως. Όταν είχα λύσει τα δεσμά σου και είχα πει στον εαυτό μου πως τα κατάφερα. Πως σε έβαλα σε ένα κουτάκι με αναμνήσεις όμορφες και δε θα σε έβγαζα ποτέ. Όμως και τότε έκανα για εσένα την υποχώρηση. Σε κράτησα στα χέρια μου με όση αγάπη μού είχε απομείνει.
Μα ήξερα. Δε θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο. Δε θα υπάρχει αυτή η αθώα, άνευ όρων, απεριόριστη αγάπη και εμπιστοσύνη μέσα μου για εσένα. Τη σκότωνες λίγο λίγο, κάθε νύχτα που δεν ερχόσουν να με πάρεις αγκαλιά να κοιμηθούμε.
Όταν όμως ξανάρθεις, θα σου σβήσω εγώ το φως. Θα σε φροντίσω και θα σε κρατάω μέχρι να κοιμηθείς. Δε θα πέσω δίπλα σου με χαμόγελο πλατύ και μια καρδιά γεμάτη. Όμως θα κάτσω απέναντι να είμαι σίγουρη πως κλείσανε οι πληγές σου. Δε θα σου ξαναπώ ποτέ ‘κλείσε το φως να κοιμηθούμε’, αγάπη μου.
Της Λίνας Δημακοπούλου.
ΠΗΓΗ: www.anapnoes.gr
Via: Πηγή