Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (NAFLD) αποτελεί μία από τις συνηθέστερες ηπατικές νόσους στο δυτικό κόσμο με επιπολασμό της τάξης του 20-30% στο γενικό πληθυσμό.
Η διάγνωσή της βασίζεται στην ανεύρεση επηρεασμένων δεικτών ηπατικής βιοχημείας καθώς και στην ανίχνευση λίπους στο ήπαρ με απεικονιστικές μεθόδους. Η πρόγνωση της NAFLD εξαρτάται από την παρουσία φλεγμονής (μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα, NASH) ή ίνωσης/κίρρωσης, που καθορίζουν την ανάγκη θεραπευτικής παρέμβασης. Υπάρχει σαφής συσχέτιση της νόσου, ιδίως σε προχωρημένα στάδια, με την ανάπτυξη ηπατοκυτταρικού καρκίνου. Η δυσλιπιδαιμία, η κεντρική παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 φαίνεται να ενέχονται στην παθογένειά της.
Από την άλλη, πρόσφατα δεδομένα υποστηρίζουν ότι οι ασθενείς με NAFLD βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών και στεφανιαίων συμβαμάτων. Τελικά, η απάντηση στο ερώτημα αν η NAFLD αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου ή απλά ενδιάμεσο φαινότυπο και ηπατική συνιστώσα του μεταβολικού συνδρόμου, μένει να αποσαφηνιστεί.
Πλειάδα μελετών, καθώς και μετα-αναλύσεις των τελευταίων χρόνων, φαίνεται να ενισχύουν την αιτιολογική συσχέτιση μεταξύ της NAFLD και της εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Τα δεδομένα προέρχονται τόσο από δυτικούς όσο και από ασιατικούς πληθυσμούς και αφορούν κυρίως ασθενείς μέσης ηλικίας. Μία πρόσφατη έρευνα από τον Jacobs και συνεργάτες, μελέτησε τη συσχέτιση μεταξύ της NAFLD και του δείκτη αποτιτάνωσης των στεφανιαίων αρτηριών (CAC) σε άτομα άνω των 60 ετών, κυρίως λευκούς, από τη νότια Καλιφόρνια των ΗΠΑ.
Ο δείκτης αυτός, ο οποίος μετράται με ειδική μέθοδο στηριζόμενη στην αξονική τομογραφία, σχετίζεται άριστα με το βαθμό αθηροσκλήρυνσης, ενώ αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα για την εμφάνιση στεφανιαίων συμβαμάτων. Σε παλαιότερες μελέτες, έχει δειχθεί ότι η παρουσία NAFLD σχετίζεται ανεξάρτητα με αυξημένες τιμές του δείκτη CAC, σε πληθυσμούς μέσης ηλικίας. Στη μελέτη αυτή, συγκρίθηκαν οι τιμές του δείκτη CAC, της ποσότητας σπλαχνικού λίπους (VAT) καθώς και του λόγου ενίσχυσης ήπατος-σπληνός (δείκτης ηπατικής στεάτωσης), σε πληθυσμό 250 ατόμων, κατά την έναρξη της μελέτης και 5 έτη μετά. Από τα αποτελέσματα της μελέτης, φάνηκε ότι η παρουσία NAFLD δε σχετίζεται με αυξημένες τιμές του δείκτη CAC. Αντιθέτως, η αυξημένη ποσότητα σπλαχνικού λίπους βρέθηκε να σχετίζεται τόσο με αυξημένες αρχικές τιμές του δείκτη CAC, όσο και με περαιτέρω επιδείνωσή τους, δείχνοντας ότι το σπλαχνικό λίπος μπορεί να αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα για την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου.
Επιπλέον, το ποσοστό των ατόμων με NAFLD μειωνόταν με την πάροδο της ηλικίας, σε αντίθεση με τις τιμές του δείκτη CAC και την ποσότητα VAT, οι οποίες αυξάνονταν. Η ανάπτυξη ηπατικής ίνωσης παρά στεάτωσης στους ηλικιωμένους πάσχοντες από NAFLD ασθενείς, γεγονός το οποίο μπορεί να υποτιμήσει το πραγματικό ποσοστό ανεύρεσης NAFLD σε αυτή την ηλικιακή ομάδα με τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους, καθώς επίσης και οι πραγματικά διαφορετικές μεταβολικές οδοί που πιθανόν εμπλέκονται στη διαδικασία της αθηρογένεσης και της καρδιαγγειακής νόσου σε κάθε ηλικία, αποτελούν τους κύριους λόγους για τα παρατηρούμενα διαφορετικά αποτελέσματα μεταξύ της μελέτης του Jacobs και συν. και των υπόλοιπων αντίστοιχων μελετών.
Συμπερασματικά, τα δεδομένα για την ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ NAFLD και ανάπτυξης καρδιαγγειακών συμβαμάτων παραμένουν ισχυρά. Περισσότερες μελέτες, με βελτιωμένη μεθοδολογία, απαιτούνται προκειμένου να καθοριστεί αν η παρουσία της NAFLD εξακολουθεί να αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου και στους ηλικιωμένους ασθενείς.
Πηγή: ΕΛΙΓΑΣΤ (Ελληνικό Ίδρυμα Γαστρεντερολογίας & Διατροφής)
Διαβάστε ακόμη:
Via: Πηγή