Η αντιμετώπιση της νόσου Πάρκινσον περιλαμβάνει συνδυασμό θεραπευτικών προσεγγίσεων, που στόχο έχουν να διαφυλάξουν την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η νόσος Πάρκινσον απαιτεί εξατομικευμένη θεραπεία, αναλόγως με τα συμπτώματα και τις ανάγκες κάθε ασθενούς ξεχωριστά. Τροποποιείται επίσης αναλόγως με το στάδιο της νόσου.
Στο προκλινικό στάδιο, στο οποίο δεν παρατηρούνται κινητικά συμπτώματα, συνήθως δεν γίνεται κάποια θεραπεία. Και αυτό διότι “σπανίως οι ασθενείς υποψιάζονται ότι μπορεί να έχουν Πάρκινσον, ώστε να απευθυνθούν στο νευρολόγο ιατρό», λέει ο νευρολόγος Παναγιώτης Ι. Ζήκος, υπεύθυνος του Ιατρείου Νόσου Πάρκινσον & Συναφών Διαταραχών του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας.
Έτσι, η θεραπεία αρχίζει ουσιαστικά όταν εμφανιστούν τα πρώτα κινητικά συμπτώματα, όπως οι αργές κινήσεις (βραδυκινησία), και γίνει η διάγνωση.
Η άσκηση
Συνιστάται από την αρχή της διάγνωσης. Πρέπει να είναι συστηματική και να συνεχιστεί επ’ αόριστον, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες.
Όσο περισσότερο κατορθώνει να γυμνάζεται ο ασθενής με νόσο Πάρκινσον, τόσο περισσότερο ωφελεί την κινητικότητά του.
Φάρμακα από το στόμα
Τα φάρμακα αυξάνουν ή υποκαθιστούν την ντοπαμίνη, η ελλιπής παραγωγή της οποίας από τον εγκέφαλο είναι η αιτία των κινητικών συμπτωμάτων.
Όσο νωρίτερα στην πορεία της νόσου αρχίσει η χορήγησή τους, τόσο πιο αποτελεσματικά είναι. Γι’ αυτό και έχει ζωτική σημασία η έγκαιρη διάγνωση.
Η φαρμακευτική αγωγή από το στόμα αρχίζει όταν εμφανιστούν τα πρώτα κινητικά συμπτώματα και είναι πολύ αποτελεσματική, αφού για αρκετό καιρό επαναφέρει τον ασθενή στην κανονικότητα.
Σταδιακά, όμως, η διάρκεια δράσης των φαρμάκων αρχίζει να μειώνεται και έτσι ο ασθενής χρειάζεται ολοένα συχνότερες ή και μεγαλύτερες δόσεις. Μπορεί επίσης να χρειασθεί εγχύσεις (ενέσεις) φαρμάκων.
Τελικά, λίγα χρόνια μετά την έναρξη των φαρμάκων από το στόμα, οι περισσότεροι ασθενείς αρχίζουν να έχουν κινητικές διακυμάνσεις. Αυτές είναι εναλλαγές καλής κινητικότητας ή υπερκινησίας με περιόδους μειωμένης κινητικότητας ή ακόμα και ακινησίας.
Επεμβατικές θεραπείες
Συνιστώνται όταν ο ασθενής έχει κινητικές διακυμάνσεις που δυσκολεύουν την καθημερινότητά του.
“Παλαιότερα, οι ασθενείς αυτοί εξακολουθούσαν να υποβάλλονται στις παραδοσιακές φαρμακευτικές θεραπείες, αλλά μεγάλες μελέτες (π.χ. EarlyStim) ανέτρεψαν αυτή την τακτική», διευκρινίζει ο δρ Ζήκος. “Έτσι, πλέον παγκοσμίως οι ασθενείς αυτοί παραπέμπονται για επέμβαση, διότι η ζωή τους θα εξελιχθεί πολύ καλύτερα».
Η πιο απλή επεμβατική θεραπεία είναι η τοποθέτηση μιας αντλίας συνεχούς χορήγησης φαρμάκων, που ενώνεται με το έντερο με ένα λεπτό καθετήρα. Η αντλία παρέχει ντοπαμίνη σε υγρή μορφή και εξασφαλίζει σταθερή ροή του φαρμάκου. Η δόση προσαρμόζεται ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς.
Μπορεί επίσης να προταθεί η τοποθέτηση ενός “βηματοδότη» στον θώρακα που συνδέεται με τον εγκέφαλο (νευροδιεγέρτης DBS).
Οι επεμβατικές θεραπείες χαρίζουν τουλάχιστον άλλα 10 χρόνια καλής ποιότητας ζωής στους ασθενείς.
Οι επεμβατικές θεραπείες αντενδείκνυνται στους ασθενείς που βρίσκονται στο τελικό στάδιο της νόσου Πάρκινσον.
Φυσικοθεραπεία και εργοθεραπεία
Οι πάσχοντες από νόσο του Πάρκινσον αργά ή γρήγορα αντιμετωπίζουν προβλήματα με τις καθημερινές κινήσεις, ακόμα και τις απλούστερες όπως η βάδιση.
Στην αντιμετώπιση των κινητικών δυσκολιών καθοριστικός είναι ο ρόλος του εξειδικευμένου φυσικοθεραπευτή, ο οποίος μπορεί να τους βοηθήσει να διατηρήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κινητικότητα και λειτουργικότητα.
“Οι κατευθυντήριες οδηγίες για την αντιμετώπιση της νόσου του Πάρκινσον συνιστούν τις φυσικοθεραπείες ως αναπόσπαστο τμήμα της θεραπείας, εξίσου σημαντικό με την άσκηση και τις φαρμακευτικές θεραπείες (με ή χωρίς ειδικές συσκευές)», τονίζει ο δρ Ζήκος. “Παρότι, δε, το περπάτημα είναι απαραίτητο, δεν υποκαθιστά την εξατομικευμένη φυσικοθεραπεία, η οποία παρέχει πρόσθετα οφέλη στους ασθενείς».
ΠΗΓΗ: www.iatropedia.gr
Via: Πηγή