Η πιο επώδυνη και σκληρή στιγμή για κάθε γονιό, είναι η στιγμή εκείνη που ο δάσκαλος τού επισημαίνει ότι ενδεχομένως το παιδί του ν’ αντιμετωπίζει μαθησιακές δυσκολίες. Στην περίπτωση αυτή συνήθως προτείνεται από τον εκπαιδευτικό η αξιολόγηση του παιδιού από τον επίσημο φορέα διαφοροδιάγνωσης, το γνωστό ΚΕΔΔΥ, ώστε να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες του έγκαιρα και όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά.
Έχοντας ένα απαιτητικό και γνωσιοκεντρικό Αναλυτικό Πρόγραμμα, οι σχολικές επιδόσεις σχετίζονται άμεσα με τις δυνατότητες του μαθητή να ανταποκριθεί σ’ αυτό. Κι όταν αυτές οι επιδόσεις είναι χαμηλές, οι δυσκολίες του παιδιού γίνονται το αγκάθι της καθημερινής μελέτης στο σπίτι ή παρουσιάζει προβλήματα συμπεριφοράς στο σχολικό περιβάλλον, πολλοί γονείς νιώθουν απογοήτευση, ίσως θυμό, και άγχος. Η πρώτη τους αντίδραση είναι να αμφισβητήσουν την αποτελεσματικότητα του δασκάλου και να “θυματοποιήσουν» οι ίδιοι το παιδί τους, υποστηρίζοντας ότι είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος των προβλημάτων της σχολικής αυλής κι ενός αδιάφορου δασκάλου.
Η αλήθεια είναι ότι ο γονιός γνωρίζει πολύ καλά πού και πόσο δυσκολεύεται το παιδί του από τις πρώτες ακόμα τάξεις του δημοτικού, αλλά ο όρος “μαθησιακές δυσκολίες» τού πέφτει βαρύς. Συνειδητά ή υποσυνείδητα αρνείται να τον αποδεχτεί και να συναινέσει στη διαδικασία της αξιολόγησης από τους ειδικούς, γιατί φοβάται ότι η “ετικέτα» των μαθησιακών δυσκολιών θα στιγματίσει το παιδί του στο σχολικό και κοινωνικό πλαίσιο που ζει.
Θα νομίζαμε ότι το ταμπού μια τέτοιας αντίληψης έχει πλέον ξεπεραστεί, κι όμως ο φόβος μια πιθανής “ετικετοποίησης» είναι αυτός που ταλαιπωρεί το παιδί και ικανοποιεί περισσότερο τις ανασφάλειες του γονιού του.
Μια πρώτη βασική εκπαιδευτική παραδοχή είναι πως αν δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η δυσκολία του παιδιού, δεν μπορούμε να το βοηθήσουμε αποτελεσματικά. Αγνοώντας την, το παιδί γίνεται το θύμα ανάμεσα στο εκπαιδευτικό σύστημα και στην άγνοια ή στην άρνηση του γονιού του να δει αντικειμενικά τις δυσκολίες του.
Το αποτέλεσμα είναι να έχει το παιδί μια λανθασμένη μαθησιακή αντιμετώπιση από τον δάσκαλό του, να νιώθει να μειονεκτεί μέσα στην τάξη στα μάτια των συμμαθητών του και στο σπίτι ν’ αντιμετωπίζει τα εξαντλημένα νεύρα του γονιού του – της μητέρας συνήθως – για να διαβάσει.
Και υπάρχει το συναισθηματικό κομμάτι της ταλαιπωρίας του, καθώς – χωρίς να το συνειδητοποιούμε – το παιδί γίνεται αποδέκτης συνεχών επικρίσεων, με αποτέλεσμα να μειώνονται τα κίνητρά του, να αυξάνεται η δυσαρέσκεια και η αδιαφορία του για το σχολείο και τη μάθηση γενικότερα, αλλά και να καταρρακώνεται η αυτοπεποίθηση και το αυτο-συναίσθημά του.
Με λίγα λόγια, ο φόβος της “ετικέτας» του γονιού, έχει ως αποτέλεσμα να “κολυμπά» το παιδί χωρίς σωσίβιο στο σχολικό περιβάλλον, νιώθοντας απογοητευμένο και θυμωμένο, γιατί βλέπει ότι οι ενήλικες γύρω του δεν αντιλαμβάνονται ή δε σέβονται τις ανάγκες του.
Και νομίζω πως κάτι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό!
Της Γεωργίας Ανδριώτου.
ΠΗΓΗ: www.anapnoes.gr
Via: Πηγή