γράφει ο Ιωάννης Γουδέβενος
Καθηγητής Καρδιολογίας Ιατρικής Σχολής Ιωαννίνων
Κατά την προηγούμενη δεκαετία, η καρδιαγγειακή νόσος (ΚΑΝ) αναδείχθηκε ως η πιο σημαντική αιτία θανάτου παγκοσμίως. Το 2010, εκτιμάται ότι η ΚΑΝ ήταν η αιτία 16 εκατομμυρίων θανάτων, δηλαδή το 30% όλων των θανάτων παγκοσμίως. Το 2012 και το 2013, η ΚΑΝ υπολογίζεται ότι ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο 17,3 εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως σε ετήσια βάση. Η ΚΑΝ περιλαμβάνει τέσσερις βασικές κατηγορίες:
-Στεφανιαία νόσος (ΣΝ), η οποία μπορεί να εκδηλωθεί ως έμφραγμα μυοκαρδίου, στηθάγχη, καρδιακή ανεπάρκεια και αιφνίδιος θάνατος(-Αγγειακή εγκεφαλική νόσος (ΑΕΝ), η οποία εκδηλώνεται ως αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο(μόνιμο ή παροδικό).
-Περιφερική αρτηριακή νόσος, η οποία εκδηλώνεται ως διαλείπουσα χωλότητα.
-Αορτική αθηροσκλήρωση, θωρακικά και κοιλιακά ανευρύσματα.
Ο εφόρου ζωής κίνδυνος για να εκδηλωθεί οποιαδήποτε μορφή της καρδιαγγειακής νόσου σε άτομα ηλικίας άνω των 30 ετών χωρίς γνωστή ΚΑΝ, αγγίζει το 50%, με την στεφανιαία νόσο να αντιστοιχεί στο 1/3 με ½ των συνολικών περιστατικών ΚΑΝ. Παρά την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και την μείωση των θανάτων από ΣΝ και ΑΕΝ από το 1975, η ΚΑΝ και οι σχετικές επιπλοκές που προκαλούνται από αυτήν, παραμένουν η πρώτη αιτία θανάτου με αυξημένο κόστος νοσηλειών και θεραπείας.
Πολλά άτομα στον γενικό πληθυσμό έχουν τουλάχιστον έναν ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου για ΣΝ, και πάνω από το 90% των ΚΑΝ συμβαμάτων εκδηλώνονται σε άτομα με τουλάχιστον έναν παράγοντα κινδύνου.
Οι πέντε κύριοι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου είναι η δυσλιπιδαιμία, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, η παχυσαρκία και το κάπνισμα, και υπολογίζεται ότι ευθύνονται για τους μισούς και πλέον θανάτους από ΚΑΝ. Επιπλέον βασικός παράγοντας κινδύνου αποτελεί η ύπαρξη πρώιμης ΚΑΝ στην οικογένεια, σε συγγενείς πρώτου βαθμού (θετικό οικογενειακό ιστορικό).
Οικογενειακό ιστορικό: Το θετικό οικογενειακό ιστορικό αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για ΚΑΝ, ειδικά για νεότερους με οικογενειακό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου. Το τι ακριβώς θεωρείται ως θετικό οικογενειακό ιστορικό πρώιμης αθηροσκλήρωσης ποικίλει από μελέτη σε μελέτη. Παρόλα αυτά, είναι γενικά αποδεκτό ότι η εμφάνιση αθηροσκληρωτικής ΚΑΝ ή θανάτου από ΚΑΝ σε πρώτου βαθμού συγγενή (γονέα ή αδερφό) σε ηλικία μικρότερη των 55 (άνδρες) ή 65 (γυναίκες), αποτελεί ισχυρό παράγοντα θετικού οικογενειακού ιστορικού.
Υπέρταση: Η αρτηριακή υπέρταση είναι ένας αποδεδειγμένος παράγοντας κινδύνου για ΚΑΝ, (ειδικά αγγειακού εγκεφαλικού). Η υπέρταση είναι ο ιατρικός όρος για την υψηλή αρτηριακή πίεση. Με τον όρο αρτηριακή πίεση ονομάζουμε την πίεση που ασκεί το αίμα στα εσωτερικά τοιχώματα των αρτηριών. Οι αρτηρίες μεταφέρουν αίμα από την καρδιά στα υπόλοιπα όργανα και σημεία του σώματός μας.Η αρτηριακή πίεση ορίζεται από δύο μετρήσεις:
Συστολική πίεση είναι η πίεση που ασκείται στις αρτηρίες όταν η καρδιά συστέλλεται (στην έναρξη ενός καρδιακού παλμού)
Διαστολική πίεση είναι η πίεση που ασκείται στις αρτηρίες όταν η καρδιά είναι ήρεμη (μεταξύ των καρδιακών παλμών)
Η αρτηριακή πίεση καταγράφεται ως η συστολική προς διαστολική πίεση (πχ 120/70 mmHg).
Η αρτηριακή υπέρταση που μένει χωρίς θεραπεία, αυξάνει την τάση στην καρδιά και στα αγγεία, προκαλώντας τελικά βλάβη στα όργανα. Η υπέρταση αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα, εγκεφαλικό και νεφρική ανεπάρκεια.
Τα όρια της αρτηριακής πίεσης είναι τα εξής:
Φυσιολογική πίεση: Λιγότερο από 120 η συστολική ΚΑΙ λιγότερο από 80 η διαστολική
Προϋπέρταση: 121 ως 139 η συστολική 81 ως 89 η διαστολική
Άνθρωποι με προϋπέρταση έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν στο μέλλον υπέρταση και καρδιαγγειακές επιπλοκές, αλλά δεν έχει αποδειχθεί ότι αυτοί οι άνθρωποι θα πρέπει να λαμβάνουν φάρμακα για μείωση της πίεσης.
Υπέρταση:
Στάδιο 1: 140 ως 159 η συστολική Ή 90 ως 99 η διαστολική
Στάδιο 2: 160 ως 179 η συστολική Ή 100 ως 109 η διαστολική
Στάδιο 3: Πάνω από 180 η συστολική Ή πάνω από 110 η διαστολική
Οι περισσότεροι ενήλικες με υπέρταση έχουν πρωτοπαθή υπέρταση, που σημαίνει ότι ο λόγος που έχουν εμφανίσει υπέρταση δεν είναι γνωστός. Ένας μικρός αριθμός υπερτασικών ασθενών έχει δευτεροπαθή υπέρταση, που σημαίνει ότι οφείλεται σε ένα άλλο, πιθανότατα διορθώσιμο αίτιο(πχ. Νεφροπάθεια).
Δυσλιπιδαιμία: Τα λιπίδια, ιδίως η χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια, είναι στοιχεία αδιάλυτα στο νερό τα οποία χρειάζονται μεγαλύτερες πρωτεϊνικές δομές που ονομάζονται λιποπρωτεΐνες για να τα μεταφέρουν στο αίμα. Η επίπτωση της δυσλιπιδαιμίας είναι αυξημένη σε ασθενείς με πρώιμη ΣΝ, αγγίζοντας το 75% με 85% σε σύγκριση με αντίστοιχης ηλικίας υγιή πληθυσμό όπου η επίπτωση της νόσου κυμαίνεται στο 40-48%.
Σακχαρώδης Διαβήτης: Η αντίσταση στην ινσουλίνη, η υπερινσουλιναιμία, και τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης συσχετίζονται με αθηροσκληρωτική ΚΑΝ. Οι διαβητικοί ασθενείς επιπλέον έχουν υψηλότερο φορτίο για άλλους παράγοντες κινδύνου όπως υπέρταση, παχυσαρκία και υπερτριγλυκεριδαιμία σε σχέση με τους μη διαβητικούς.
Κάπνισμα: Το κάπνισμα αποτελεί έναν βασικό και τον σπουδαιότερο αναστρέψιμο παράγοντα για ΣΝ. Η επίπτωση του εμφράγματος μυοκαρδίου αυξάνεται 6 φορές σε γυναίκες και 3 φορές σε άνδρες που καπνίζουν τουλάχιστον 20 τσιγάρα την ημέρα, σε σύγκριση με αντίστοιχης ηλικίας άτομα μη καπνιστές. Αντιστρόφως, ο κίνδυνος για επανεμφάνιση εμφράγματος μυοκαρδίου σε καπνιστές που υπέστησαν έμφραγμα στο παρελθόν, μειώθηκε πάνω από 50% σε ένα έτος μετά τη διακοπή καπνίσματος.
Άσκηση: Η άσκηση , ακόμα και σε ήπιο βαθμό, έχει προστατευτική δράση έναντι της ΣΝ και του θανάτου από οποιαδήποτε αιτία. Η άσκηση έχει πολλαπλές ευεργετικές επιδράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό, όπως αύξηση της HDL χοληστερόλης (της “καλής» χοληστερόλης), μείωση της αρτηριακής πίεσης, μείωση της αντίστασης στην ινσουλίνη και απώλεια βάρους.
Παχυσαρκία: Η παχυσαρκία ορίζεται ως δείκτης ΒΜΙ άνω των 30, και είναι ιδιαίτερα συχνή στον γενικό πληθυσμό , με την Ελλάδα να αγγίζει το 20% σε άτομα άνω των 18 ετών και σχεδόν το 40-45% σε παιδιά, από τα υψηλότερα παγκοσμίως. Η παχυσαρκία συσχετίζεται και με άλλους παράγοντες κινδύνου για αθηρωσκληρωτική νόσο, συμπεριλαμβανομένων της υπέρτασης, της αντίστασης στην ινσουλίνη, της υπερτριγλυκεριδαιμίας και της μειωμένης HDL χοληστερόλης.
Για κάθε άτομο, το πρώτο βήμα για την συνολική εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου είναι να εκτιμηθεί η παρουσία ή μη ενός ή περισσοτέρων κλασικών παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω. Για νέους άνω των 20 ετών, πρέπει να εκτιμάται ένα λιπιδαιμικό προφίλ. Αν οι τιμές τη LDL χοληστερόλης είναι αυξημένες, ο ασθενής θα πρέπει να αντιμετωπισθεί είτε με υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες είτε με υπολιπιδαιμική φαρμακευτική αγωγή. Για ασθενείς κάτω των 40 ετών, χωρίς δυσλιπιδαιμία, αλλά με άλλους παράγοντες κινδύνου, ή σε ασθενείς άνω των 40 ετών, συστήνεται η εκτίμηση του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου με διάφορα υπολογιστικά μοντέλα όπως το Heart Score της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρίας (http://www.heartscore.org/el_GR/access-heartscore) Η τακτική καρδιολογική παρακολούθηση αποτελεί το καλύτερο μέσο για την πρόληψη και παρακολούθηση ασθενών με καρδιαγγειακή νόσο.
Via: Πηγή