Από πάρεση του κερκιδικού νεύρου κινδυνεύουν όσοι κάνουν χρήση αλκοόλ και ουσιών που δεν τους επιτρέπουν να έχουν συναίσθηση της στάσης που κοιμούνται, αλλά και οι ερωτευμένοι που κοιμούνται αγκαλιά κατά τρόπον που πιέζει το συγκεκριμένο νεύρο στον βραχίονά τους. Είναι μια αίσθηση που όλοι έχουν νοιώσει ξυπνώντας στη μέση της νύχτας, προσπαθώντας να κινήσουν το φαινομενικά “παράλυτο” χέρι τους, χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται. Παρότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων η λειτουργικότητα του χεριού επανέρχεται, υπάρχουν φορές που αυτό είναι αδύνατον.
Όπως μας εξηγεί ο ορθοπαιδικός χειρουργός άνω άκρου Δρ. Παναγιώτης Γιαννακόπουλος, η αιτία της εμφάνισής της είναι η κακή θέση του χεριού κατά τη διάρκεια του ύπνου, η οποία πιέζει ή τεντώνει το νεύρο επί μακρά χρονική περίοδο, με συνέπεια τη διακοπή των ερεθισμάτων που στέλνει στο χέρι. Συχνά η πάρεση του κερκιδικού νεύρου αναφέρεται και ως πάρεση του Σαββατόβραδου, δεδομένου ότι η κατανάλωση αλκοόλ ή ουσιών είναι πιθανότερο να συντελεστεί τη συγκεκριμένη ημέρα της εβδομάδας.
Όταν οι ουσίες αυτές εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος εξασθενούν τα συστήματα συναγερμού του σώματος, με αποτέλεσμα τη μείωση της ικανότητάς του να αντιληφθεί το πρόβλημα και να αλλάξει στάση.
Έτσι, η ροή του αίματος στο σημείο του κερκιδικού νεύρου που παρατεταμένα πιέζεται είναι μειωμένη ή ανεπαρκής, προκαλώντας βλάβη στους ιστούς του. Η πάθηση αναφέρεται επίσης και ως πάρεση του μήνα του μέλιτος, γιατί τα ερωτευμένα ζευγάρια που νοιώθουν την ανάγκη να κοιμούνται αγκαλιά επιλέγουν συχνά στάσεις ύπνου που πιέζουν το κερκιδικό νεύρο (π.χ. ο ένας σύντροφός να ακουμπά το κεφάλι του στο μπράτσο του άλλου), με τις ίδιες επιπτώσεις.
Όταν, λοιπόν, κάποιος βρίσκεται υπό την επήρεια αλκοόλ, ουσιών ή φαρμάκων και αποκοιμηθεί, συνήθως δεν έχει αίσθηση του τόπου που κοιμάται ή της στάσης του, που σπανίως αλλάζει. Μπορεί, για παράδειγμα, να αποκοιμηθεί με το χέρι του στην πλάτη μιας καρέκλας και να πιέζονται τα νεύρα που βρίσκονται στη μασχάλη, ή να κοιμηθεί στο κρεβάτι αλλά με το χέρι κάτω από τον κορμό όπου το σωματικό βάρος πιέζει επί πολλές ώρες τα νεύρα, ή με το χέρι πάνω από το κεφάλι, μια στάση που προκαλεί παρατεταμένη έκταση των νεύρων.
Εάν παρουσιαστεί πάρεση, δηλαδή προσωρινή παράλυση του κερκιδικού νεύρου εξαιτίας αυτών των αιτιών τα συμπτώματα που νοιώθει ο ασθενής είναι μυϊκή αδυναμία και πτώση του καρπού όταν η παλάμη είναι γυρισμένη προς τα κάτω, και όλων των δακτύλων. Μούδιασμα μπορεί να υπάρχει μόνο στη ραχιαία επιφάνεια του αντίχειρα.
Όταν αυτά τα συμπτώματα δεν υποχωρήσουν εντός ολίγων λεπτών αλλά εμμένουν, ο ασθενής πρέπει να ζητήσει ιατρική συμβουλή για την αντιμετώπιση της πάθησης. Κι επειδή, εκτός από τους παραπάνω λόγους “η πάρεση του κερκιδικού νεύρου μπορεί να προκληθεί και από σοβαρότερες αιτίες, δηλαδή από κάταγμα στη σπονδυλική στήλη στην περιοχή του αυχένα, από τραυματισμό του βραχιονίου πλέγματος στη μασχάλη, από κάταγμα του βραχιονίου ή ακόμα και από παρουσία κάποιου όγκου στην περιοχή, ο ορθοπαιδικός μετά από την πλήρη καταγραφή των κινητικών και αισθητηριακών συμπτωμάτων και την κλινική εξέταση, μπορεί να ζητήσει περαιτέρω απεικονιστικές και νευρολογικές εξετάσεις, ιδιαίτερα όταν υπάρχει πλήρης παράλυση ή αναισθησία», σημειώνει ο Δρ. Γιαννακόπουλος.
Η θεραπεία είναι κατ’ αρχάς συντηρητική. Η λειτουργία του νεύρου επανέρχεται μόνη της μετά από κάποιες εβδομάδες, ενώ σπανιότερα μπορεί να καθυστερήσει παραπάνω. Η φυσικοθεραπεία είναι χρήσιμη για τη διατήρηση της κινητικότητας των αρθρώσεων και για την αποτροπή μυϊκής αδυναμίας σε άλλους μύες και αρθρώσεις του χεριού. Ενδεχομένως να απαιτηθεί και η τοποθέτηση δυναμικών ναρθήκων για τους ίδιους λόγους. Η ηλεκτροθεραπεία παρέχει επίσης σημαντική βοήθεια.
“Σε γενικές γραμμές η θεραπεία της πάρεσης του κερκιδικού νεύρου μπορεί να απαιτήσει χρόνο. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων υπάρχει αυτοίαση και ένα συμπληρωματικό φυσικοθεραπευτικό πρόγραμμα αποκατάστασης επιτρέπει την απόλυτη ανάκτηση της λειτουργίας του χεριού. Οι περισσότεροι άνθρωποι με τραυματισμό του κερκιδικού νεύρου θα ανακάμψουν μέσα σε τρεις μήνες από την έναρξη της θεραπείας.
Ωστόσο, όταν δεν υπάρχει κλινική βελτίωση με τη συντηρητική θεραπεία, απαιτείται η χειρουργική επέμβαση στο νεύρο, προκειμένου να διερευνηθεί η αιτία, να μειωθεί η πίεση σ’ αυτό και να αποκατασταθεί η λειτουργικότητά του. Υπάρχουν διαφορετικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού, μεταξύ αυτών η άμεση συρραφή, τα νευρικά μοσχεύματα και οι τενοντομεταφορές», καταλήγει ο Δρ. Παναγιώτης Γιαννακόπουλος.
.
Via: Πηγή