Η περιοδοντική νόσος είναι χρόνια βακτηριακή φλεγμονή η οποία προσβάλλει τους ιστούς που στηρίζουν τα δόντια.
Συμπεριλαμβάνει την χρόνια ουλίτιδα και την περιοδοντίτιδα. Η νόσος συχνά δεν έχει συμπτώματα, αν και οι πάσχοντες από χρόνια ουλίτιδα μπορεί να έχουν υπερβολικά ερυθρά, πρησμένα ούλα, τα οποία ματώνουν κατά το βούρτσισμα.
Όταν η ουλίτιδα αφήνεται χωρίς θεραπεία, μπορεί να εξελιχθεί σε περιοδοντίτιδα, κατά την οποία προσβάλλονται οι υποστηρικτικοί ιστοί των δοντιών και κυρίως το οστό που τα περιβάλλει. Η περιοδοντίτιδα αποτελεί μια από τις κυριότερες αιτίες απώλειας δοντιών στους ενήλικες.
Η χρόνια ουλίτιδα μπορεί να οφείλεται σε διάφορες αιτίες (ορμονικές διαταραχές, στρες, κακοτεχνίες στις προσθετικές εργασίες) αλλά μία από τις συχνότερες είναι η παραμελημένη στοματική υγιεινή.
Σύμφωνα με ευρήματα αμερικανών επιστημόνων, η ουλίτιδα που αφήνεται χωρίς θεραπεία μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο διαφόρων μορφών καρκίνου στις γυναίκες που έχουν περάσει την εμμηνόπαυση.
Σε μελέτη που πραγματοποίησαν με περισσότερες από 65.000 εθελόντριες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το ιστορικό χρόνιας ουλίτιδας σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού, του πνεύμονα και του οισοφάγου, ακόμα και στις γυναίκες οι οποίες ουδέποτε είχαν υπάρξει καπνίστριες.
Συνολικά, οι πιθανότητες εκδηλώσεως καρκίνου ήταν 14% περισσότερες στις γυναίκες με ιστορικό περιοδοντικής νόσου, ενώ ακόμα και στις μη καπνίστριες ήταν αυξημένες κατά 12%, αναφέρουν οι ερευνητές από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (SUNY).
Στη νέα μελέτη συμμετείχαν 65.869 γυναίκες, ηλικίας 54 έως 86 ετών, τις οποίες οι επιστήμονες παρακολούθησαν επί οκτώ χρόνια. Στο μεσοδιάστημα, 7.149 από αυτές εκδήλωσαν καρκίνο.
Το ιστορικό περιοδοντικής νόσου συσχετίσθηκε γενικώς με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου, με την μέγιστη αύξηση να παρατηρείται στον καρκίνο του οισοφάγου: ο κίνδυνος εκδήλωσής του ήταν τριπλάσιος απ’ ό,τι στις εθελόντριες δίχως σοβαρή ουλίτιδα ή περιοδοντίτιδα. Αντίστοιχα, ο κίνδυνος αναπτύξεως καρκίνου του μαστού ήταν αυξημένος κατά 13%, του πνεύμονα κατά 31%, της χοληδόχου κύστεως κατά 73% και του μελανώματος κατά 23%, σε σύγκριση πάντοτε με τις γυναίκες δίχως προβλήματα στα ούλα και στα δόντια τους.
Αντιθέτως, η περιοδοντική νόσος δεν φάνηκε να συσχετίζεται με τον καρκίνο του παγκρέατος, του ήπατος ή της κατώτερης πεπτικής οδού, ενώ η πιθανή συσχέτισή της με τον καρκίνο του στομάχου ήταν οριακή.
Όταν οι ερευνητές εξέτασαν ξεχωριστά τις καπνίστριες και τις μη καπνίστριες, διαπίστωσαν πως όσες κάπνιζαν και ταυτοχρόνως είχαν χρόνια ουλίτιδα ή περιοδοντίτιδα, ήταν αυξημένες κυρίως οι πιθανότητες αναπτύξεως καρκίνου του μαστού, του πνεύμονα ή της χοληδόχου κύστεως. Αντίστοιχα, στις μη καπνίστριες με περιοδοντική νόσο πιο αυξημένος ήταν ο κίνδυνος για άλλες μορφές καρκίνου, όπως το μελάνωμα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που μελέτη συσχετίζει την περιοδοντική νόσο με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου, αλλά η αιτία της συσχέτισης παραμένει ασαφής, είπε η δρ Wactawski-Wende, επιβλέπουσα ερευνήτρια, κοσμήτορας της Σχολής Δημοσίας Υγείας & Επαγγελμάτων Υγείας του SUNY, στο Μπάφαλο.
“Υπάρχουν διάφορες θεωρίες, η μία εκ των οποίων υποστηρίζει ότι η ουλίτιδα και η περιοδοντίτιδα μπορεί να αποτελούν δείκτη για την γενικότερη κατάσταση της υγείας. Υπάρχει όμως ισχυρή πιθανότητα να φθάνουν σε απομακρυσμένα τμήματα του σώματος διάφορες ουσίες που παράγει η φλεγμονή που χαρακτηρίζει την περιοδοντική νόσο» πρόσθεσε.
Μία άλλη πιθανότητα είναι να φθάνουν σε άλλα σημεία του σώματος τα βακτήρια του στόματος που ευθύνονται για την περιοδοντική νόσο. “Δεδομένου λ.χ. ότι ο οισοφάγος βρίσκεται πολύ κοντά στη στοματική κοιλότητα, τα περιοδοντικά παθογόνα μπορεί εύκολα να βρουν πρόσβαση σε αυτόν, μολύνοντας τον βλεννογόνο του και διεγείροντας την ανάπτυξη καρκίνου σε αυτόν», είπε η δρ Wactawski-Wende. “Ίσως λοιπόν τα βακτήρια αυτά είναι η αιτία του τόσο αυξημένου κινδύνου που κατέδειξε η μελέτη μας».
Και κατέληξε: “Τα ευρήματά μας ενισχύουν περαιτέρω εκείνα που συσχετίζουν την περιοδοντική νόσο με τον καρκίνο και καθιστούν απαραίτητες περαιτέρω έρευνες για να βρεθούν οι ακριβείς αιτίες της συσχέτισης».
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Cancer Epidemiology, Biomarkers & Prevention.
Via: Πηγή