Το στόλισμα του δέντρου, το καθάρισμα του σπιτιού για την υποδοχή των καλεσμένων αλλά και το κουβάλημα και το τύλιγμα των δώρων είναι μερικές μόνο από τις χριστουγεννιάτικες δραστηριότητες που μας κούρασαν τις τελευταίες μέρες.
Οι ειδικοί προειδοποιούν όμως να μην παραβλέπουμε τις μυοσκελετικές ενοχλήσεις και συγκεκριμένα τον πόνο στον ώμο ως φυσικό επακόλουθο της καταπόνησης των εορτών, αφού μπορεί να πρόκειται για “ύπουλο» σύμπτωμα προβλήματος στην .
Σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη, τα άτομα που εκδηλώνουν συμπτώματα τα οποία συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιοπάθειας είναι πιο πιθανό να εκδηλώνουν προβλήματα στον ώμο, όπως πόνο στην άρθρωση ή επαναλαμβανόμενους τραυματισμούς του στροφικού πετάλου (φωτογραφία).
“Εάν ένα άτομο εμφανίζει προβλήματα στο στροφικό πέταλο του ώμου, ίσως αυτό αποτελεί ένδειξη ότι συνυπάρχει κάποια άλλη δυσλειτουργία. Πιθανώς το άτομο αυτό θα πρέπει να διαχειριστεί καλύτερα τους παράγοντες κινδύνου καρδιοπάθειας που παρουσιάζει» ο βασικός συντάκτης της μελέτης, Κερτ Χέγκμαν.
Η σωματική κόπωση αποτελεί το βασικότερο και προφανέστερο παράγοντα εμφάνισης ή επιδείνωσης των μυοσκελετικών προβλημάτων, ωστόσο όλο και περισσότερα επιστημονικά δεδομένα φαίνεται να υποστηρίζουν τη θεωρία ότι η λειτουργία της καρδιάς συνδέεται με το μυοσκελετικό σύστημα. Παλαιότερες μελέτες έχουν υποδείξει ότι τα άτομα που διατρέχουν αυξημένο εκτιμώμενο κίνδυνο για καρδιοπάθεια εμφανίζουν συχνότερα μυοσκελετικές διαταραχές, συγκεκριμένα σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, τενοντίτιδα Αχιλλείου ή αγκώνα τενίστα (επικονδυλίτιδα αγκώνα).
Τα νέα στοιχεία έρχονται να προσθέσουν στη λίστα αυτή και τις παθήσεις του ώμου και μάλιστα πηγαίνουν τη θεωρία ένα βήμα παραπέρα. Όπως παρατήρησαν οι ερευνητές, όσο περισσότερους παράγοντες κινδύνου για καρδιοπάθεια παρουσιάζει κανείς (π.χ. υπέρταση, αυξημένη χοληστερόλη, διαβήτη) τόσο πιθανότερο είναι να εμφανίσει ενοχλήσεις και δυσλειτουργίες στην περιοχή του ώμου.
Η μελέτη, με ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Γιούτα επικεφαλής, δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Journal of Occupational and Environmental Medicine.
Via: Πηγή