Μελέτες έχουν δείξει κατά καιρούς ότι η εποχή του χρόνου στην οποία γεννιέται ένα παιδί παίζει σημαντικό ρόλο στον κίνδυνο που διατρέχει να αναπτύξει νόσους στη ζωή του – για παράδειγμα τα παιδιά που γεννιούνται χειμώνα αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2 κάποια στιγμή στη ζωή τους ενώ τα παιδιά του φθινοπώρου κινδυνεύουν περισσότερο από κατάθλιψη.
Πώς όμως μπορούν να εξηγηθούν αυτές οι συσχετίσεις; Μια νέα μεγάλη μελέτη σχετικά με την υγεία περισσότερων από 10.000.000 ανθρώπων που ζουν σε τρεις χώρες και σε πέντε διαφορετικούς τύπους κλίματος δείχνει τώρα ότι η έκθεση της γυναίκας σε ορισμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τον κίνδυνο ασθένειας του παιδιού της για ολόκληρη τη ζωή του.
Ερευνητές του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Κολούμπια και του Ινστιτούτου Επιστήμης Δεδομένων του ίδιου πανεπιστημίου είχαν διεξαγάγει ήδη από το 2015 μελέτη στο πλαίσιο της οποίας ανέλυσαν τους ιατρικούς φακέλους 1,7 εκατομμυρίων ατόμων στη Νέα Υόρκη. Οι επιστήμονες είχαν εντοπίσει άκρως ενδιαφέρουσες συσχετίσεις μεταξύ του μήνα γέννησης και του μακροπρόθεσμου κινδύνου ασθενειών. Για παράδειγμα, από τη μελέτη εκείνη είχε φανεί ότι ο κίνδυνος άσθματος ήταν μεγαλύτερος για τα μωρά που είχαν γεννηθεί Ιούλιο και Οκτώβριο. “Ωστόσο εκείνη η μελέτη δεν είχε αποκαλύψει αν κάποιοι συγκεκριμένοι παράγοντες στους οποίους είχε εκτεθεί η μητέρα κατά τη διάρκεια της κύησης συνδέονταν με τον κίνδυνο νόσων» αναφέρει ο επικεφαλής εκείνης της μελέτης (όπως και της τωρινής) Νίκολας Τατονέτι, επίκουρος καθηγητής Βιοϊατρικής Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Προσθέτει ότι “για να δώσουμε απάντηση σε αυτό το ερώτημα χρειάστηκε να μελετήσουμε άτομα από διαφορετικές χώρες με κλιματική ποικιλία και εποχική έκθεση σε διαφορετικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες».
Ο ρόλος των περιβαλλοντικών παραγόντων
Στο πλαίσιο της νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση “Journal of the American Medical Informatics Association» “σαρώθηκαν» τα ηλεκτρονικά αρχεία σχετικά με την υγεία 10,5 εκατομμυρίων ατόμων από τις ΗΠΑ, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν. Με χρήση μιας μεθόδου που αναπτύχθηκε από τον καθηγητή Τατονέτι σε συνεργασία με τη Μαίρη Ρεγγίνα Μπόλαντ, απόφοιτο του Κολούμπια που πλέον εργάζεται στην Ιατρική Σχολή Perelman του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι μητέρες που είχαν εκτεθεί σε χαμηλά επίπεδα ηλιακού φωτός κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης έφεραν στον κόσμο παιδιά με αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2. Σε ό,τι αφορούσε τα μωρά που γεννήθηκαν στη Νέα Υόρκη μεταξύ Δεκεμβρίου και Μαρτίου – όταν τα επίπεδα φωτός είναι στα χαμηλότερα επίπεδά τους, όπως και στο υπόλοιπο βόρειο ημισφαίριο – φάνηκε να αντιμετωπίζουν και τον μεγαλύτερο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2.
Παράλληλα η αυξημένη έκθεση της γυναίκας στα αιωρούμενα μικροσωματίδια της ατμόσφαιρας (επικίνδυνοι ατμοσφαιρικοί ρύποι) στο πρώτο τρίμηνο της κύησης φάνηκε να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής (μια επικίνδυνη καρδιακή αρρυθμία). Ετσι στη Νέα Υόρκη (και όχι μόνο) όπου η ατμοσφαιρική ρύπανση χτυπάει “κόκκινο» το καλοκαίρι, το να διάγει η γυναίκα το πρώτο τρίμηνο της κύησης – τελικώς δηλαδή να γεννήσει χειμώνα – δεν φάνηκε να αποτελεί τον καλύτερο παράγοντα για την υγεία της καρδιάς του παιδιού της: τα παιδιά που γεννήθηκαν χειμώνα είχαν υψηλότερο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής. Επιπλέον, μητέρες που εκτέθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα μονοξειδίου του άνθρακα κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης έφεραν στον κόσμο παιδιά με αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης και άγχους.
Στο φως τα μηχανιστικά μονοπάτια
Σύμφωνα με τους ερευνητές τα ευρήματα αυτά δείχνουν τα μηχανιστικά μονοπάτια που συνδέουν την έκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του εμβρύου με τον κίνδυνο νόσων. “Για παράδειγμα η έκθεση της μητέρας στα αιωρούμενα μικροσωματίδια της ατμόσφαιρας αυξάνει τον κίνδυνο που η ίδια διατρέχει για εμφάνιση υψηλής αρτηριακής πίεσης, γεγονός που με τη σειρά του συνδέεται με αυξημένη αρτηριακή πίεση στους απογόνους της. Η υψηλή αρτηριακή πίεση συνδέεται με τη δική της σειρά με αυξημένο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής» εξηγεί ο δρ Τατονέτι και προσθέτει ότι “αυτό που βασικά κάνουμε είναι να χρησιμοποιούμε τα δεδομένα για να ενώσουμε τις τελείες. Και αν ανακαλύψουμε τη ρίζα τέτοιων συσχετίσεων ίσως είναι δυνατόν να βρούμε καινούργιους τρόπους πρόληψης ασθενειών – όπως το να συστήνουμε ανάλογα με την εποχή λήψη συγκεκριμένων συμπληρωμάτων από τις εγκύους».
Η ηλικία και η διάσπαση προσοχής
Η νέα μελέτη έδειξε επίσης ότι ο ισχυρότερος παράγοντας για τον προσδιορισμό σχετικά με το αν ένα παιδί θα διαγνωσθεί με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) δεν είναι η εποχή του έτους στην οποία γεννήθηκε αλλά το πότε ακριβώς ξεκίνησε το σχολείο. Όπως προέκυψε, τα παιδιά που ήταν μικρότερα σε ηλικία σε σύγκριση με τους συμμαθητές τους όταν ξεκίνησαν την πρώτη δημοτικού είχαν 18% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ΔΕΠΥ.