Τα καρύδια είναι ένα μόνο από τα τρόφιμα που περιέχουν φυτικές ίνες και έχουν ελκύσει το ενδιαφέρον των επιστημόνων
Μια διατροφή πλούσια σε ξηρούς καρπούς, όπως τα καρύδια, έχει αποδειχθεί ότι παίζει καθοριστικό ρόλο στην υγεία της καρδιάς και την πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου.
Τώρα μια νέα μελέτη που έγινε από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις αποκαλύπτει τον τρόπο που τα καρύδια επιδρούν στο εντερικό μικροβίωμα και ενδεχομένως έτσι να έχουν τα οφέλη στην υγεία μας.
Τα καρύδια είναι ένα μόνο από τα τρόφιμα που περιέχουν φυτικές ίνες και έχουν ελκύσει το ενδιαφέρον των επιστημόνων για την επίπτωση που έχουν στο μικροβίωμα του ανθρώπου και την υγεία συνολικά.
Οι διατροφικές φυτικές ίνες δρουν ως πηγή τροφής για το εντερικό μικροβίωμα βοηθώντας τα καλά βακτήρια να κάνουν τη δουλειά τους, δηλαδή να αποδομούν τα περίπλοκα τρόφιμα, να παρέχουν στον οργανισμό θρεπτικά συστατικά και φυσικά να μας κάνουν να αισθανόμαστε χορτάτοι.
Τα φρούτα, τα λαχανικά, τα δημητριακά ολικής άλεσης, οι ξηροί καρποί και τα όσπρια είναι κύριες πηγές φυτικών ινών.
Όπως αναφέρεται στο άρθρο που δημοσίευσαν οι Αμερικανοί ερευνητές στο επιστημονικό έντυπο The Journal of Nutrition, η νέα μελέτη αποδεικνύει ότι η κατανάλωση καρυδιών όχι μόνο επιδρά στο εντερικό μικροβίωμα, αλλά συντελεί σε μείωση της LDL (“κακής») χοληστερόλης.
Συγκεκριμένα στο πλαίσιο της μελέτης, 18 υγιείς ενήλικες άνδρες και γυναίκες έκαναν διατροφή που είτε δεν περιείχε καρύδια, είτε περιείχε 42 γραμμάρια καρυδιών, για δύο με τρεις εβδομάδες.
Οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα αίματος και κοπράνων στην αρχή και το τέλος της μελέτης.
“Παρατηρήσαμε ότι με την κατανάλωση καρυδιών αυξάνονταν τα μικρόβια που παρήγαγαν βουτυρικό άλας, έναν ωφέλιμο μεταβολίτη για την υγεία του εντέρου. Έτσι η αλληλεπίδραση των καρυδιών με το μικροβίωμα βοηθά στην παραγωγή ωφελειών για την υγεία», εξηγεί η Χαννα Χολσερ, επίκουρη καθηγήτρια Επιστήμης της Διατροφής και Ανθρώπινης Θρέψης, και συγγραφέας της μελέτης.
Η μελέτη ανέδειξε και μια μείωση στα χολικά οξέα μετά την κατανάλωση καρυδιών, τα οποία έχει διαπιστωθεί ότι είναι υψηλότερα στα άτομα με καρκίνο του παχέος εντέρου. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα δευτερεύοντα χολικά οξέα μπορεί να είναι επιβλαβή για τα κύτταρα στο γαστρεντερικό σύστημα και τα μικρόβια μπορεί να είναι τα εργοστάσια παραγωγής δευτερευόντων χολικών οξέων.
Αν μειωθούν τα χολικά οξέα στο έντερο, ενδεχομένως αυτό να έχει οφέλη για την υγεία του ανθρώπου.