Δυσκολοχώνευτο.
Όπως και να έρθει, όποτε και να έρθει, όσο προετοιμασμένος κι αν είσαι, ποτέ δε θα είσαι έτοιμος να τον καλωσορίσεις στο κατώφλι σου. Ποτέ.
Λένε ότι ο αιφνίδιος θάνατος του αγαπημένου σου πονάει περισσότερο, γιατί δεν είχες τον χρόνο να τον αποχαιρετήσεις. Να του πεις αυτά που του είχες φυλαγμένα. Να ξεχρεώσεις τα ευχαριστώ και τις συγγνώμες που νιώθεις ότι του χρωστάς.
Η απώλεια, όμως, πάντα πονάει. Ακόμα κι όταν την περιμένεις. Ακόμα κι όταν έχεις αρχίσει να μετράς αντίστροφα τον χρόνο και γίνεται πια πολύτιμο κάθε λεπτό και κάθε ώρα ανάσας.
Πάντα κουρελιάζει την ψυχή σου ο χαμός του δικού σου ανθρώπου. Κανένας λόγος παρηγοριάς, κανένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, καμιά αγκαλιά, δεν μπορεί να κάνει την καρδιά σου να σπαρταρά από τον πόνο μέχρι να βρει τη δύναμη να σηκωθεί.
Και σηκώνεται, ναι. Για να μείνουν στο τέλος μέσα σου οι αναμνήσεις. Κι ένας λυγμός που θ’ ανασταίνεται κάθε χρόνο την ίδια μέρα, τον ίδιο μήνα, την ίδια εποχή. Γι’ αυτό και κάποιες εποχές έχουν κατακαθίσει μέσα μας ασήκωτες και αγέλαστες. Γι’ άλλους η άνοιξη είναι πάντα θλιμμένη, άλλοι κοιτάνε το καλοκαίρι παγερό, για κάποιους ο χειμώνας είναι βουτηγμένος μέσα στη σκοτεινιά και γι’ άλλους το φθινόπωρο φεύγει χωρίς αγάπη.
Έτσι κυλούν οι εποχές… Κουβαλούν μέσα τους τις καρδιές των ανθρώπων. Τις νανουρίζουν, τις παρηγορούν, τις αγκαλιάζουν τρυφερά. Μετρούν απώλειες κι αγάπες. Μετρούν μνήμες και χαμόγελα.
Κρατούν μέσα τους τη ζωή μας. Θρέφουν μέσα τους τη ζωή.
Της Γεωργίας Ανδριώτου.
Via: Πηγή