Η μυϊκή δύναμη παρουσιάζει μία φυσιολογική μείωση με την αύξηση της ηλικίας, αλλά η πρόσληψη περισσότερων πρωτεϊνών μπορεί να σας προστατεύσει από πτώσεις και να συμβάλλει στην αύξηση της κινητικότητας.
Νέα έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ηλικιωμένοι που τρώνε πρωτεΐνες, τις οποίες κατανέμουν σε όλα τα γεύματα της ημέρας, επιβραδύνουν την απώλεια μυϊκής μάζας.
Πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι που λάμβαναν πρωτεΐνες και στα τρία κύρια γεύματα, είχαν περισσότερη μυϊκή μάζα και μεγαλύτερη μυϊκή δύναμη.
Η ένταξη πρωτεϊνών σε κάθε γεύμα απομακρύνει τον κίνδυνο αδυναμίας, πτώσεων, καταγμάτων και προβλημάτων κινητικότητας.
Οι ερευνητές μελέτησαν την κατανάλωση πρωτεϊνών περίπου 1.800 ατόμων ηλικίας άνω των 67 ετών.
“Παρατηρήσαμε ότι οι συμμετέχοντες και των δύο φύλων που κατανάλωναν πρωτεΐνες με ισορροπημένο τρόπο καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, είχαν περισσότερη μυϊκή δύναμη από εκείνους που κατανάλωναν περισσότερες στο βραδινό γεύμα και λιγότερες στο πρωινό», δήλωσε η εκ των συγγραφέων της μελέτης Δρ Samaneh Farsijani.
Οι πρωτεΐνες αποτελούνται από αμινοξέα, βασικό συστατικό όλων των ιστών του σώματος, συμπεριλαμβανομένων των μυών. Όταν μειώνεται η πρόσληψη πρωτεΐνης, προκαλείται απώλεια μυϊκής μάζας.
Ένα από τα απαραίτητα αμινοξέα για την ανανέωση πρωτεΐνης είναι η λευκίνη.
“Πολλοί ηλικιωμένοι, ειδικά στη Βόρεια Αμερική, καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος πρωτεϊνών στο μεσημεριανό και το δείπνο. Θέλαμε να εξετάσουμε αν οι άνθρωποι που πρόσθεσαν πρωτεΐνες στο πρωινό και συνεπώς είχαν ισορροπημένη πρόσληψη πρωτεΐνης μέσω των τριών γευμάτων είχαν μεγαλύτερη μυϊκή δύναμη» δήλωσε η Δρ Stéphanie Chevalier, από το πανεπιστήμιο McGill, στον Καναδά.
“Η έρευνά μας βασίζεται σε επιστημονικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι ηλικιωμένοι πρέπει να καταναλώνουν περισσότερη πρωτεΐνη ανά γεύμα επειδή χρειάζονται μεγαλύτερη ώθηση αμινοξέων για τη σύνθεση πρωτεϊνικών πρόσθεσε.
Τρόφιμα πλούσια σε πρωτεΐνες είναι τα αυγά, το γάλα και το κοτόπουλο, αλλά και οι φακές, οι σπόροι τσία και η κινόα.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο American Journal of Clinical Nutrition.
Via: Πηγή