Ένα τεστ αίματος που μπορεί να βελτιώσει τη φαρμακευτική θεραπεία των ανδρών με προχωρημένο καρκίνο του προστάτη ανέπτυξαν βρετανοί επιστήμονες.
Το τεστ αποκαλύπτει ποιοι ασθενείς είναι κατάλληλοι και ποιοι όχι για θεραπεία με το νέο αντικαρκινικό φάρμακο ολαπαρίμπη, το πρώτο που ανήκει στην κατηγορία των λεγόμενων “αναστολέων PARP». Τα εν λόγω φάρμακα μπλοκάρουν ορισμένα ένζυμα, τα οποία εμπλέκονται στην επιδιόρθωση των καρκινικών κυττάρων, βοηθώντας έτσι στην καταστροφή τους.
Επίσης, το νέο τεστ ανιχνεύει τα πρώιμα σημάδια αντίστασης μερικών ασθενών στην ολαπαρίμπη λόγω γενετικών μεταλλάξεων του όγκου και επίσης παρακολουθεί την εξέλιξη του καρκίνου διαχρονικά. Πρόκειται για ένα τεστ υγρής βιοψίας, που αναλύει το DNA των καρκινικών κυττάρων στην κυκλοφορία του αίματος και είναι λιγότερο επεμβατικό από τη βιοψία ιστού.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Ερευνών Καρκίνου (ICR) και του Νοσοκομείου Royal Marsden του Λονδίνου (μεταξύ των οποίων ο ελληνικής καταγωγής Ζαφείρης Ζαφειρίου), με επικεφαλής τον καθηγητή Γιόχαν ντε Μπόνο, έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα καρκίνου “Cancer Discovery», σύμφωνα με το BBC και το Reuters, που επικαλείται το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Οι επιστήμονες μελέτησαν δείγματα αίματος από 49 ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο προστάτη, οι οποίοι συμμετείχαν στην κλινική δοκιμή της ολαπαρίμπης.
Το νέο τεστ μπορεί να μετατρέψει το φάρμακο Lynparza (ολαπαρίμπη) της AstraZeneca σε εξατομικευμένο φάρμακο ακριβείας για τον καρκίνο του προστάτη. Το εν λόγω φάρμακο έχει ήδη εγκριθεί από το 2014 για τον καρκίνο των ωοθηκών και πρόσφατα εμφάνισε ενθαρρυντικά αποτελέσματα κατά του καρκίνου του μαστού, ενώ ήδη δοκιμάζεται κλινικά σε ασθενείς με καρκίνο του προστάτη.
Όπως έχει ήδη φανεί, μερικοί ασθενείς ανταποκρίνονται θετικά στην ολαπαρίμπη, αλλά άλλοι όχι ή ο καρκίνος τους αναπτύσσει αντίσταση. Το νέο τεστ διακρίνει ποιος ασθενής έχει ελπίδες να ωφεληθεί από το νέο φάρμακο.
“Αναπτύξαμε ένα ισχυρό τριπλό τεστ που στο μέλλον μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει τους γιατρούς να επιλέγουν θεραπεία, να ελέγχουν κατά πόσο αυτή φέρνει αποτελέσματα και να παρακολουθούν τον καρκίνο σε βάθος χρόνου. Πιστεύουμε ότι με το νέο τεστ θα είναι δυνατό να λαμβάνονται κλινικές αποφάσεις για το κατά πόσο ένα φάρμακο αναστολέας PARP δουλεύει, μέσα σε μόνο τέσσερις έως οκτώ εβδομάδες από την έναρξη της θεραπείας», δήλωσε ο ντε Μπόνο. Πρόσθεσε ότι “το τεστ θα μπορούσε μελλοντικά να προσαρμοσθεί προκειμένου να ανοίξει νέες δυνατότητες ιατρικής ακριβείας για ασθενείς και άλλων μορφών καρκίνου».
Θα χρειαστούν όμως κλινικές δοκιμές του τεστ σε περισσότερους ασθενείς, προτού οι ογκολόγοι μπορούν να βασισθούν σε αυτό για τον καρκίνο του προστάτη, τη συχνότερη μορφή καρκίνου στους άνδρες.