Ο αιματοκρίτης (hematocrit) είναι μια αιματολογική εξέταση που δείχνει το ποσοστό του όγκου που καταλαμβάνουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια στο αίμα. Συντομογραφείται ως ΗΤ,HCT, PCV (packed cell volume, δηλαδή “συμπιεσμένος όγκος κυττάρων») ή και EVF(erythrocyte volume fraction, δηλαδή “κλασματικός όγκος ερυθροκυττάρων»). Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο αιματοκρίτης δείχνει “πόσο πυκνό είναι το αίμα». Ο αιματοκρίτης χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί η αναιμία (μαζί με την τιμή της αιμοσφαιρίνης).
Φυσιολογικές τιμές
Οι τιμές του αιματοκρίτη συνήθως κυμαίνονται μεταξύ 40-52% για τους άνδρες και σε 36-48% για τις γυναίκες (όταν δεν βρίσκονται σε εγκυμοσύνη). Μετά τα 60 οι άντρες και οι γυναίκες έχουν ελαφρά χαμηλότερες τιμές αιματοκρίτη κάτι που αντανακλά τον χαμηλότερο αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αυτήν την ηλικία. Οι τιμές επηρεάζονται κάπως από τη μέθοδο μέτρησης που χρησιμοποιεί κάθε εργαστήριο. Ο προσδιορισμός του αιματοκρίτη συνήθως πραγματοποιείται στα πλαίσια μιας γενικής εξέτασης αίματος στην οποία προσδιορίζονται και άλλα βιοχημικά δεδομένα όπως ο αριθμός ερυθρών και λευκών αιμοσφαιρίων, των αιμοπεταλίων κ.ά.
Όταν ο αιματοκρίτης είναι εκτός των παραπάνω ορίων αναφοράς, τότε το άτομο έχει χαμηλό ή υψηλό αιματοκρίτη. Μια χαμηλή τιμή αιματοκρίτη μπορεί να υποδηλώνει λιγότερα ερυθρά αιμοσφαίρια στο αίμα από το κανονικό. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια (ερυθροκύτταρα) παράγονται στο μυελό των οστών μετά από την επίδραση της ερυθροποιητίνης, μιας ορμόνης που εκκρίνεται κυρίως στα νεφρά. Ο μυελός των οστών, με την επίδραση της ερυθροποιητίνης και θρεπτικών ουσιών όπως ο σίδηρος, η βιταμίνη Β12, και το φολλικό οξύ, παράγει τα ερυθρά αιμοσφαίρια τα οποία απελευθερώνει στο αίμα. Μετά από περίπου 120 μέρες, το γερασμένο ερυθρό αιμοσφαίριο καταστρέφεται στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα και ιδιαίτερα στο σπλήνα.
Τα ερυθρά αιμοσφαίρια μεταφέρουν το οξυγόνο στους ιστούς, μέσω της κυκλοφορίας του αίματος. Αυτό γίνεται με την αιμοσφαιρίνη(hemoglobin), μια πρωτεΐνη που περιέχουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια, η οποία δεσμεύει το οξυγόνο που εισπνέουμε και το απελευθερώνει στα τριχοφόρα αγγεία. Το μέσο ερυθροκύτταρο περιέχει 350 εκατομμύρια μόρια αιμοσφαιρίνης, καθένα από τα οποία μπορεί να μεταφέρει 4 μόρια οξυγόνου.
Χαμηλός αιματοκρίτης
Αν ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων υπολείπεται του κανονικού, τότε οι αιματολογικές εξετάσεις θα δείξουν χαμηλό αιματοκρίτη, που σημαίνει ότι τα διάφορα όργανα του σώματος δεν λαμβάνουν αρκετό οξυγόνο. Σ’ αυτή την περίπτωση μπορεί να εμφανιστούν τα συμπτώματα της αναιμίας: εύκολη κόπωση, τη δύσπνοια, το αίσθημα ταχυκαρδίας, την απώλεια αντοχής, την αδυναμία συγκέντρωσης και τη λιποθυμική τάση. Η αναιμία είναι η πιο συχνή κατάσταση που προκαλεί χαμηλό αιματοκρίτη. Αιματοκρίτης κάτω από 30 υποδηλώνει μέτρια έως σοβαρή αναιμία.
Όταν υπάρχει πραγματική αναιμία (ανεξάρτητα από το αν υπάρχει εγκυμοσύνη) αυτή οφείλεται συνήθως σε έλλειψη σιδήρου και αποκαλείταισιδηροπενική αναιμία. Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να συμπεριλάβετε στη διατροφή σας τροφές πλούσιες σε σίδηρο. Καταναλώστε 1-2 φορές την εβδομάδα κόκκινο κρέας και προτιμάτε φρούτα πλούσια σε βιταμίνη C (πορτοκάλι, ακτινίδιο). Πάντως, για να διευκρινίσετε με ακρίβεια τους λόγους μιας αναιμίας απαιτούνται αιματολογικές εξετάσεις πέραν του αιματοκρίτη. Εκτός από τη σιδηροπενική αναιμία, ο χαμηλός αιματοκρίτη μπορεί να οφείλεται και σε άλλες καταστάσεις, όπως σε έλλειψη βιταμινών ή ιχνοστοιχείων και κάποια χρόνια ασθένεια.
Ο χαμηλός αιματοκρίτης μπορεί επίσης να προκύψει όταν όταν υπάρχειαπώλεια αίματος. Η οξεία απώλεια αίματος από εσωτερική αιμορραγία (όπως από ένα αιμορραγικό έλκος) ή εξωτερική αιμορραγία (από το τραύμα) μπορεί να ρίξει τον αιματοκρίτη σε εκπληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα (και να προκαλέσει αναιμία). Το ίδιο συμβαίνει όταν υπάρχουν επαναλαμβανόμενες μικρές αιμορραγίες (έλκη στομάχου, αιμορροίδεςκλπ). Οι νεαρές γυναίκες είναι πιθανό να έχουν χαμηλό αιματοκριτη, λόγω της απώλειας αίματος κάθε μήνα με την κανονική έμμηνο ρύση. Αυτή η αναιμία είναι γενικά χωρίς σημαντικά συμπτώματα καθώς η απώλεια αίματος είναι σχετικώς μικρή και προσωρινή. Πάντως, για να πέσει ο αιματοκρίτης, η απώλεια αίματος πρέπει να είναι μεγάλη. Για παράδειγμα, δεν πέφτει με μια απλή αιμοληψία.
Αν είστε γυναίκα και έχετε επίμονα χαμηλό αιματοκρίτη μπορείτε να δείτε τι συμβαίνει με έναν απλό τρόπο: κάνετε μια γενική εξέταση αίματος αμέσως μετά την περίοδο και άλλη μία εξέταση δύο ημέρες πριν από την επόμενη έμμηνο ρύση. Ανάλογα με τα επίπεδα σιδήρου και φεριτίνης των δύο εξετάσεων, ο γιατρός σας μπορεί να οδηγηθεί στον λόγο που έχετε χαμηλό αιματοκρίτη.
Ο αιματοκρίτης δεν είναι αξιόπιστος δείκτης για την αναιμία αν το δείγμα αίματος ληφθεί αμέσως μετά από απώλεια αίματος ή μετάγγιση. Σε περίπτωση αφυδάτωσης παρουσιάζεται μια άνοδος του αιματοκρίτη (γιατί ο όγκος του αίματος είναι μικρότερος).
Οι γυναίκες πρέπει να ξέρουν ότι κατά την εγκυμοσύνη, οι φυσιολογικές τιμές του αιματοκρίτη είναι χαμηλότερες από ότι συνήθως (π.χ. 34% σε μονή κύηση και 30% σε πολύδυμο κύηση). Οι χαμηλότερες τιμές του αιματοκρίτη όταν υπάρχει εγκυμοσύνη αντανακλούν τη φυσιολογική υδραιμία της κύησης και δεν δηλώνουν πραγματική αναιμία. Στην εγκυμοσυνη υπάρχει αύξηση του όγκου του πλάσματος της κυοφορούσας, με αποτέλεσμα να ‘αραιώνει’ η περιεκτικότητα του αίματος σε ερυθρά αιμοσφαίρια (αιμοαραίωση). Μιλάμε τότε για ‘φαινομενική’ αναιμία και όχι για πάθηση, εκτός και αν αυτή η κατάσταση επιδεινωθεί.
Να σημειωθεί ότι υπάρχουν φάρμακα που μπορούν να προκαλέσουν χαμηλό ή υψηλό αιματοκρίτη. Παροδική, μικρή πτώση του αιματοκρίτη προκαλείται από τις ιώσεις, την κόπωση, το stress και την αϋπνία. Χαμηλό αιματοκρίτη προκαλούν η κατάκλιση, η υπερφόρτωση με υγρά, οι διατροφικές ανεπάρκειες, ορισμένες ορμονικές διαταραχές και, όπως είπαμε, η εγκυμοσύνη.
Υψηλός αιματοκρίτης
Οι υψηλές τιμές αιματοκρίτη οφείλονται συνήθως σε αφυδάτωση (καθώς μειώνεται ο όγκος του αίματος) αλλά οι τιμές επανέρχονται σε φυσιολογικά επίπεδα μετά από επαρκή πρόσληψη υγρών. Πιο σπάνια ο υψηλός αιματοκρίτης συνδέεται με αυξημένο αριθμό ερυθροκυττάρων σε επίπεδα πάνω από τα φυσιολογικά. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται γνήσια ερυθραιμία (polycythemia vera) και προκύπτει είτε γιατί υπάρχει κάποιο πρόβλημα στο μυελό των οστών, είτε, συνηθέστερα, ως εξισορρόπηση του οργανισμού στην ανεπαρκή πνευμονική λειτουργία: ο μυελός των οστών παράγει περισσότερα ερυθροκύτταρα ώστε να μεταφέρουν επαρκές οξυγόνο σε όλο το σώμα. Στις περιπτώσεις που σε επανειλημμένες αιματολογικές εξετάσεις ο αιματοκρίτης βρίσκεται αυξημένος, πρέπει να γίνει η διερεύνηση της αιτίας.
Όταν ο υψηλός αιματοκρίτης οφείλεται σε σχετικά αυξημένο αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων συνήθως οι γιατροί συνιστούν στο άτομο να ασχοληθεί με τον αθλητισμό. Κι αυτό διότι τα άτομα αυτά μπορούν να έχουν πολύ καλές επιδόσεις σε αερόβια αθλήματα αφού έχουν καλύτερη οξυγόνωση των μυών (μάλιστα ένα είδος ντόπινγκ στον αθλητισμό αφορά ουσίες που έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ερυθροποιητίνης στο σώμα ώστε να παραχθούν περισσότερα ερυθρά αιμοσφαίρια).
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όσο περισσότερα ερυθρά αιμοσφαίρια έχει κάποιος στο αίμα του τόσο περισσότερο οξυγόνο λαμβάνουν τα κύτταρά του καθώς για όλα τα πράγματα ισχύει το “παν μέτρον άριστον». Τα ερυθρά αιμοσφαίρια πρέπει να έχουν χώρο και αν συγκεντρωθούν πάρα πολλά στο αίμα τότε αυτό γίνεται πυκνό με αποτέλεσμα να μην μπορούν να κινηθούν εύκολα. Τα υπερβολικά πολλά ερυθρά αιμοσφαίρια κάνουν το αίμα πιο αργό στη κίνησή του και τελικά παρέχεται λιγότερο οξυγόνο στα όργανα του σώματος.
Πρέπει να ξέρετε ότι τα μονίμως πολλά ερυθρά αιμοσφαίρια στο αίμα (γνήσια ερυθραιμία) δεν είναι καλό για την υγεία. Υψηλός αιματοκρίτης που οφείλεται σε ερυθραιμία σημαίνει ότι το “αίμα είναι αρκετά πυκνό» κάτι που αυξάνει την αρτηριακή πίεση ενώ υπάρχει ο κίνδυνος να σχηματισθεί πιο εύκολα θρόμβος και τελικά καρδιακή προσβολή (έμφραγμα). Άτομα με αιματοκρίτη πάνω από 50% εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου ή εγκεφαλικού επεισοδίου.
Επίσης, ο κίνδυνος για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αυξάνεται σημαντικά όταν ο αιματοκρίτης είναι υψηλός. Άνδρες με αιματοκρίτη πάνω από 48% εμφανίζουν 4 φορές υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2 απ’ ότι άνδρες με αιματοκρίτη κάτω από 42%.
Αυτό κατά πάσα πιθανότητα συμβαίνει διότι όταν το αίμα είναι πυκνό, η ινσουλίνη δυσκολεύεται να μεταφέρει τη γλυκόζη μέσα στα κύτταρα με αποτέλεσμα να ανεβαίνει το “ζάχαρο» στο αίμα, με άλλα λόγια να προκαλείται διαβήτης τύπου 2.
Γ.Δ
Via: Πηγή